σεβασμιότητα

σεβασμιότητα
[-ης (-ητος)] η преосвященство (титул духовных лиц)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "σεβασμιότητα" в других словарях:

  • σεβασμιότητα — η / σεβασμιότης, ητος, ΝΜΑ [σεβάσμιος] 1. η ιδιότητα τού σεβάσμιου 2. ιερότητα, αγιοσύνη νεοελλ. μσν. (στον λόγιο τ. σεβασμιότης) τίτλος και προσφώνηση επισκόπου («η Αυτού Σεβασμιότης ο Μητροπολίτης Κορινθίας») …   Dictionary of Greek

  • σεβασμιότητα — η 1. το να είναι κάποιος άξιος σεβασμού. 2. τίτλος και προσηγορία επισκόπου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σεβασμιότητα — Σεβασμιότης fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδελφότητα — Οργάνωση που αναπτύσσει επαγγελματική, φιλανθρωπική, κοινωνική ή θρησκευτική δράση. Α. ήταν και ενώσεις πιστών στη μεσαιωνική Ευρώπη, συνήθως υπό την προστασία ενός αγίου. Τα όρια μεταξύ συντεχνίας και α. είναι ασαφή, επειδή στην α. μετέχουν μέλη …   Dictionary of Greek

  • εύκλεια — Αρχαιοελληνική θεότητα που λατρευόταν κυρίως στην Αθήνα. Είχε κοινό ναό με την Ευνομία, χτισμένο με τα λάφυρα της μάχης του Μαραθώνα. Βωμοί και αγάλματά της υπήρχαν στη Βοιωτία, στη Λοκρίδα, στην Κόρινθο, στους Δελφούς κ.α. Στον βωμό της θυσίαζαν …   Dictionary of Greek

  • σεβασμοσύνη — ἡ, Α [σεβασμός] (ποιητ. τ.) η σεβασμιότητα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»